- προληπτικός
- superstitieux
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
προληπτικός — anticipative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικός — ή, ό / προληπτικός, ή, όν, ΝΑ [προλαμβάνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική… … Dictionary of Greek
προληπτικός — ή, ό 1. αυτός που προλαβαίνει κάτι ή που εκφράζει, δηλώνει το αποτέλεσμα της πράξης: Προληπτικά μέτρα. – Προληπτικό κατηγορούμενο. 2. αυτός που έχει προλήψεις, δεισιδαίμονας: Την Τρίτη δεν εργάζεται, γιατί είναι προληπτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προληπτικά — προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc pl προληπτικά̱ , προληπτικός anticipative fem nom/voc/acc dual προληπτικά̱ , προληπτικός anticipative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικώτερον — προληπτικός anticipative adverbial comp προληπτικός anticipative masc acc comp sg προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικόν — προληπτικός anticipative masc acc sg προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικοί — προληπτικός anticipative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικούς — προληπτικός anticipative masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτική — προληπτικός anticipative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικήν — προληπτικός anticipative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικῶς — προληπτικός anticipative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)